- αναξιόλογος
- η, ον [ος , ον ] незначительный, не стоящий внимания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναξιόλογος — inconsiderable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξιόλογος — η, ο (AM ἀναξιόλογος, ον) [ἀξιόλογος] ο μη αξιόλογος, ο ανάξιος λόγου, ασήμαντος, μηδαμινός … Dictionary of Greek
αναξιόλογος — η, ο ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος: Η συμβολή του στην υπόθεση αυτή ήταν αναξιόλογη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναξιόλογον — ἀναξιόλογος inconsiderable masc/fem acc sg ἀναξιόλογος inconsiderable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιολόγοις — ἀναξιόλογος inconsiderable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιολόγῳ — ἀναξιόλογος inconsiderable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιόλογα — ἀναξιόλογος inconsiderable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
γελοίος — α, ο (AM γελοῑος, α, ον, Α και γέλοιος, α, ον) 1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια 2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος 3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο η γελοιότητα αρχ. 1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός 2. (για… … Dictionary of Greek
κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος … Dictionary of Greek